- δημιουργείον
- δημιουργεῑον, το (Α) [δημιουργός]το εργαστήριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημιουργεῖον — work place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργεῖα — δημιουργεῖον work place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)